παζαρήσιος

παζαρήσιος
α, ο
1) базарный, рыночный; 2) дешёвый, бросовый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παζαρήσιος" в других словарях:

  • παζαρήσιος — α, ο αυτός που πωλείται στο παζάρι, στην αγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παζάρι + κατάλ. ήσιος] …   Dictionary of Greek

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • παζαριάτικος — η, ο [παζάρι] ο παζαρήσιος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»